- -υλ(λ)ος
- κατάληξη τής Αρχαίας Ελληνικής, που αποτελεί επαυξημένη μορφή (με απόσπαση τού φωνήεντος -υ- από θ. με χαρακτήρα -υ-, πρβλ. δριμύς: δριμ-ύ-λος, ἡδύς: ἡδ-ύ-λος) τού επιθήματος -λο- (< ΙΕ *-lο-), πρβλ. και τις κατάλ. -ηλος*, -ιλος (πρβλ. οργ-ίλος, ποικ-ίλος), -αλος / -ελος (πρβλ. αμφ-αλός, μασχ-άλη, σφάκ-ελος, θυμ-έλη), -ωλος (πρβλ. αμαρτ-ωλός, τερπωλή). Ορισμένα παράγωγα σε -ύλος είναι τεχνικοί όροι, δηλωτικοί τής σημασίας «στρογγυλός, καμπύλος» (πρβλ. αγκ-ύλος, καμπύλος, στρογγ-ύλος, γογγ-ύλος) αλλά και λέξεις τής τεχνικής ορολογίας γενικής σημασίας (πρβλ. κόνδ-υλος, δάκτ-υλος, σφόνδ-υλος, κορδ-ύλη, σχενδ-ύλη, πίτυλος), ορισμένοι από τους οποίους θεωρούνται δάνειοι (πρβλ. κηρ-ύλος, σταφύλη, βαίτ-υλος). Το επίθημα -υλος, εξάλλου, χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα με υποκοριστική, εκφραστική σημασία στωμ-ύλος, δριμ-ύλος, ἡδ-ύλος, κογχ-ύλη, ἀρκτ-ύλος (πρβλ. τα υποκοριστικά σε -ύλλιον*). Το επίθημα -υλ(λ)ος εμφανίζεται σε ορισμένα ονόματα με εκφραστικό διπλασιασμό τού -λ- (πρβλ. καθάρ-υλλος, ἄρκ-υλλος, μάτρ-υλλος), ενώ ο τονισμός τών ονομάτων στη λήγουσα (πρβλ. παχ-υλῶς), στην παραλήγουσα ή την προπαραλήγουσα εξαρτάται από τη λειτουργία μετρικών νόμων. Το επίθημα -ύλ(λ)ος εμφανίζεται επίσης και σε αρχαία κύρια ονόματα με υποκοριστική σημασία (πρβλ. Ἡδύλος, Προτύλος, Ἄστυλλος, Ἀγάθυλλος). Αρκετά, τέλος, από τα αρχαία ονόματα σε -υλος έχουν περάσει και στη Νέα Ελληνική (πρβλ. στρογγύλος, κόνδυλος, αγκύλος, σπόνδυλος, στωμύλος) και μάλιστα ορισμένα νεοελληνικά ουσιαστικά σε -ύλος χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν εμφατικά αρρώστια ή ελάττωμα (πρβλ. βρομ-ύλος, χτικύλος, ψωρ-ύλος).
Dictionary of Greek. 2013.